δισχιλίους

δισχιλίους
δῑσχιλίους , δισχίλιοι
two thousand
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac …   Wikipedia Español

  • Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos …   Wikipedia Español

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • προσκαθοπλίζω — Α εξοπλίζω επί πλέον («εἱλώτων δισχιλίους δὲ προσκαθοπλίσας Μακεδονικῶς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθοπλίζω «οπλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναπολείπω — Α 1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.) 2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”